LOGO
χειροποίητα σαπούνια
με βιολογικό ελαιόλαδο
από τη Λέσβο,
κεριά με φυτική σόγια

Η Λέσβος

Ιστορία της Λέσβου

 Ιστορία της Λέσβου

Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου μπροστά στην είσοδο του Αδραμυττηνού κόλπου, κοντά στη μικρασιατική ακτή. Είναι το τρίτο σε έκταση νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη και την Εύβοια, έχει επιφάνεια 1630 τετρ. χλμ. και μήκος ακτών 370 χλμ. Διοικητικά η Λέσβος αποτελεί νομό, μαζί με την Λήμνο και τον Άγιο Ευστράτιο. Πρωτεύουσα του νησιού και του νομού είναι η Μυτιλήνη.
Το ανάγλυφο της Λέσβου καθορίζεται από πολλούς χαμηλούς λόφους και βουνά με υψηλότερα: ένα στο βόρειο τμήμα (Λεπέτυμνος, 968 μ.) και ένα στο νότιο (Όλυμπος, 967 μ.) και από μεγάλη πεδινή έκταση. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του νησιού είναι το απολιθωμένο δάσος του Σιγρίου, δηλαδή απολιθωμένοι κορμοί δένδρων της Τριτογενούς περιόδου.
Το νησί έχει και αρκετές ιαματικές θερμοπηγές, κυριότερες από τις οποίες είναι τις Θερμής, του κόλπου της Γέρας, του Πολιχνίτου, του Λισβορίου και της Εφταλούς Οι γνωστές από την αρχαιότητα ονομασίες του νησιού ήταν: Πελασγία, Ίσσα, Αιθιοπία και Αίγειρα (μελαμψή), Μυτωνίς, Ιμερτή (ποθητή), Λασία (πυκνόδεντρη) και Μακαρία. Η μυθολογία και οι παραδόσεις σχετικά με τον αποικισμό και τους πρώτους οικιστές της Λέσβου, αποτελούν μια ένδειξη για την συγγένεια των Λεσβίων με τους Θεσσαλούς και γενικότερα τους Αιολείς. Αν και η προϊστορική εποχή στην Λέσβο δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς, είναι γνωστές δώδεκα προϊστορικές θέσεις, παραλιακές οι περισσότερες, και μόνο τέσσερις μεσογειακές. Φαίνεται ότι η περισσότερο πυκνοκατοικημένη περιοχή ήταν του κόλπου της Καλλονής και η μεγαλύτερη ακμή και διάρκεια των οικισμών, συμπίπτει με την πρώιμη εποχή του Χαλκού. Από τις πόλεις του νομού πέντε ήταν οι σημαντικότερες: η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, η Πύρρα και η Ερεσός. Μια έκτη πόλη, η Αρίσβη, καταστράφηκε τον 5ο π.Χ. αι. από τους Μηθυμναίους.
Η Μυτιλήνη, αφού ξεπεράσει στα τέλη του 7ου π.Χ. αι. τις εσωτερικές διενέξεις και ταραχές, στις οποίες έλαβε μέρος και ο ποιητής Αλκαίος, χάρη στον σοφό Πιττακό αποκτά δημοκρατικό πολίτευμα και πολιτική σταθερότητα, η οποία της επιτρέπει να αναπτυχθεί σε ισχυρή ναυτική δύναμη και να κυριαρχήσει στις άλλες πόλεις του νησιού. Οι Πέρσες θα την καταλάβουν το 357 π.Χ. και τελικά θα την απελευθερώσει το 332 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος.
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους εξαφανίζονται από το προσκήνιο οι δύο από τις πέντε μεγάλες πόλεις, η Άντισσα και η Πύρρα, και εμφανίζεται και πάλι σαν πολυανθρωπότερη η Μυτιλήνη. Οι επιφανέστεροι Ρωμαίοι (Πομπήιος, Αγρίππας, Γερμανικός) την επισκέπτονται και της δίνουν προνόμια και αγαθά.
Γύρω στο 52 μ.Χ. το νησί δέχεται τον Χριστιανισμό από τον απόστολο Παύλο. Στους παλαιοχριστιανικούς και πρωτοβυζαντινούς χρόνους η Λέσβος, απολαμβάνοντας τα προνόμια και την προστασία των αυτοκρατόρων, ζει ειρηνικά και ακμάζει μέχρι τον 8ο αι., οπότε και αρχίζουν οι καταστροφικές βαρβαρικές επιδρομές.
Σε όλη την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το νησί χρησιμοποιήθηκε ως τόπος φιλοξενίας επισήμων εξορίστων όπως η αυτοκράτειρα Ειρήνη, ο πατριάρχης Ιγνάτιος Ραγκαβέ, ο Κωνσταντίνος Μονομάχος, ο Λέων Κουροπαλάτης κ.ά. Το 1355 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος παραχώρησε το νησί στον Γενουάτη Φραγκίσκο Γατελούζο, η οικογένεια του οποίου θα κυβερνήσει το νησί για 107 χρόνια, αναδεικνύοντας την ηγεμονία της σε μια από τις σπουδαιότερες της Ανατολής. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1462 ο Μωάμεθ ο Β΄ με ισχυρή ναυτική δύναμη πολιορκεί την Μυτιλήνη, η οποία μετά από 16 μέρες αντίστασης, παραδίδεται. Η Λέσβος θα μείνει υπό τουρκική κατοχή μέχρι το 1912. Σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης το νησί, λόγω της θέσης του, ήταν τόπος συγκέντρωσης τουρκικών στρατευμάτων, ορμητήριο και καταφύγιο του τουρκικού στόλου. Στην θαλάσσια περιοχή της Λέσβου, διεξήχθησαν πολλές ναυτικές επιχειρήσεις, όπως στην Ερεσό το 1821 και το 1824 και στο στενό Λέσβου και Μ. Ασίας το 1826. Τελικά απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στόλο στις 8 Νοεμβρίου του 1912 η πόλη της Μυτιλήνης και ένα μήνα αργότερα όλο το νησί. [Πηγές: «Ιστορία της Λέσβου», έκδοση του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου (Ζ΄ έκδοση), Μυτιλήνη 2006]   

Μορφολογία της Λέσβου - Χλωρίδα - Ένας βοτανικός παράδεισος

 Μορφολογία της Λέσβου - Χλωρίδα - Ένας βοτανικός παράδεισος

Η Λέσβος με την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, το πλήθος των παλαιοντολογικών ευρημάτων και τις ποικίλες φυσικές ομορφιές έχει και μια πλούσια και ενδιαφέρουσα χλωρίδα. Έχει έκταση 1.672.000 στρέμματα, από την άποψη δε αυτή, είναι το έβδομο νησί της Μεσογείου και το τρίτο σ’ όλη την Ελλάδα, μετά την Κρήτη και την Εύβοια. Μορφολογικά διαιρείται σε τέσσερα χαρακτηριστικά τμήματα, που κάθε ένα περιέχει τα σπουδαιότερα όρη: α) Το Β.Α. τμήμα, με κύριο ορεινό όγκο τον Λεπέτυμνο (968 μ.). β) Το Δ. τμήμα, με κύριο ορεινό όγκο τον Όρδυμνο (512 μ.). γ) Το κεντρικό τμήμα, που περικλείεται μεταξύ των κόλπων Καλλονής και Γέρας, με κύριο ορεινό όγκο τον Όλυμπο (967 μ.). δ) Το Ν.Α. τμήμα, που περιέχει το βουνό Αμαλή (527 μ.), νότια της Μυτιλήνης Από τα 1.672.000 στρέμματα του νησιού, αδρομερώς, μπορούμε να πούμε ότι η κατάταξη των εκτάσεων αυτών, από εδαφοπονική άποψη, παρουσιάζει την παρακάτω μορφή: α) Γεωργικές εκτάσεις 630.000 στρ. ή 37,7%. β) Οικισμοί και άγονες εκτάσεις 92.000 στρ. ή 5,5%. γ) Χορτολιβαδικές εκτάσεις 606.000 στρ. ή 36,2%. δ) Δάση και δασικές εκτάσεις 344.000 στρ. ή 20,6%. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το ανάγλυφο του νησιού είναι ορεινό - ημιορεινό. Οι πεδιάδες είναι ελάχιστες και μικρές, σπουδαιότερες των οποίων είναι: Καλλονής, Γέρας, Ερεσού, Ιππείου - Συκούντας και Πέτρας Το κλίμα του νησιού, όπως σε όλες τις χώρες της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, παρουσιάζει το έτος διηρημένο σε δύο χαρακτηριστικές μετεωρολογικές περιόδους: στη θερμή περίοδο (αρχίζει από τον Απρίλιο και τελειώνει περίπου τέλος Οκτωβρίου) και στην ψυχρή περίοδο (που αρχίζει τον Νοέμβριοι και τελειώνει τον Μάρτιο). Τόσο ο χειμώνας όσο και το καλοκαίρι εισχωρούν μέσα στο φθινόπωρο και την άνοιξη. Οι πρώτες βροχές εμφανίζονται συνήθως τον Οκτώβριο και σταματούν τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου. Γενικά ο χειμώνας είναι ψυχρός, σπάνια όμως η θερμοκρασία πέφτει κάτω του μηδενός. Το καλοκαίρι η θερμοκρασία δεν είναι πολύ υψηλή, λόγω της θάλασσας, αν και υπάρχουν περιορισμένες ημέρες καύσωνα. Στο νησί επικρατούν κύρια οι βόρειοι - βορειοανατολικοί άνεμοι, οι οποίοι έχουν σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της νέφωσης, με επακόλουθο το νησί να έχει μεγάλο αριθμό ωρών - ημερών με ηλιοφάνεια. Η Λέσβος έρχεται δεύτερη σε ηλιοφάνεια, μετά την Ρόδο, 2.734 ώρες. Ο μέσος όρος του ύψους της βροχής για τη Λέσβο είναι 725,00 χιλ. Με καταγραμμένα 734 είδη φυτών, τα οποία ανήκουν σε 411 γένη και 100 οικογένειες, η Λέσβος θεωρείται ένα από τα πλούσια σε χλωρίδα και βιοποικιλότητα μέρη. Στο γεγονός αυτό συνέβαλαν παράγοντες όπως το κλίμα, η μορφολογία του εδάφους, ο πλούσιος οριζόντιος διαμελισμός της, η ποικιλία των πετρωμάτων της, η γεωγραφική της θέση, η παρουσία πολλών μόνιμων και πρόσκαιρων υγρότοπων, η μακρόχρονη ανθρώπινη επίδραση κ.ά. Είναι δε χαρακτηριστικό πως υπάρχει σαφής διαφοροποίηση στην εμφάνιση φυτών από περιοχή σε περιοχή της Λέσβου, ιδιαίτερα από τα δυτικά προς τα ανατολικά, από τα ορεινά στα παράκτια κλπ. αλλά και από εποχή σε εποχή. Το νησί θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί «βοτανικός παράδεισος» και λόγω του πλούτου του και της ιδιαιτερότητάς του προσήλκυσε πολλούς ερευνητές, ιδιαίτερα από τον 19ο αι. και μέχρι και σήμερα υπολογίζεται ότι η χλωρίδα της Λέσβου περιλαμβάνει περισσότερα από 1400 είδη και υποείδη. Στη Δυτική Λέσβο, όπου βρίσκεται και το Απολιθωμένο Δάσος, συναντάμε κυρίως χαμηλή φρυγανική βλάστηση και βοσκοτόπια. Προχωρώντας ανατολικά, κυριαρχούν δάση πεύκης και βελανιδιάς, αλλά και απέραντες εκτάσεις με ελαιώνες. Στις όχθες των ποταμών υπάρχει ένα ιδιαίτερο οικοσύστημα, που στολίζεται από πανέμορφα θαμνώδη φυτά. Σε μικρούς αβαθείς λάκκους, οι οποίοι συγκρατούν νερό τους χειμερινούς μήνες, συναντάμε μια πολύ ενδιαφέρουσα ποικιλία υδρόφιλων φυτών, πολλά από τα οποία είναι σπάνια, διαφόρων οικογενειών, τα οποία συνήθως έχουν μέγεθος λίγων εκατοστών. Σε διάφορα μέρη της Λέσβου έχουν βρεθεί ιδιαίτερης ομορφιάς και σπανιότητας ορχιδέες, αλλά και άλλα φυτά που φύονται σε σχετικά υγρές περιοχές, χωρίς να είναι αυστηρά υδρόφιλα. Η Λεσβιακή φύση αποτελεί από μόνη της έναν υπέροχο πολύχρωμο πίνακα, ο οποίος αλλάζει κάθε εποχή Η Λέσβος λοιπόν, λόγω των ευνοϊκών εδαφοκλιματικών αυτών συνθηκών, έχει μια από τις πλουσιότερες χλωρίδες του κόσμου, ιδίως σε ό,τι αφορά τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, πολλά από τα οποία είναι συγχρόνως και μελισσοτροφικά. Οι ιδιότητές τους αυτές, έχουν εκτιμηθεί από τον λαό και τους επιστήμονες, εδώ και πάρα πολλά χρόνια και γι’ αυτό σε πολλές χώρες μερικά από τα φυτά αυτά αποτελούν αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης. Σε μερικά από αυτά τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά της Λέσβου θα αναφερθούμε αναλυτικά παρακάτω Τα σπάνια φυτά της Λέσβου - Το alyssum lesbiacum είναι, όπως φαίνεται, το μοναδικό ενδημικό είδος του νησιού. Στο «Κόκκινο Βιβλίο» των φυτών κατατάσσονται τρία είδη της λεσβιακής χλωρίδας στα «τρωτά». Αυτά είναι: Cephalanthera epipactoides, Comperia Comperiana και Cyclamen persicum. Είδη της Ανατολής, όπως το Rhododentdron luteum (Ροδόδεντρο, στην περιοχή της Πτερούντας) και το Haplophyllum megalanthum βρίσκονται μόνο στη Λέσβο και πουθενά αλλού στην Ελλάδα, ενώ άλλα είδη, όπως Osmunda regalis, Dadisca cannabina, Dianthus anatolicus, Corydalis integra, Ranunculus isthmicus, Sphagnum cuspidatum κ.ά. απαντώνται πολύ σπάνια στον ελλαδικό χώρο [Πηγές: 1) Παναγιώτης Σεραΐδης, «Φυτά της Λέσβου», Μυτιλήνη 2000. 2) Νίκος Ζούρος, Γιάννης Καρατζάς, Μαίρη Γιαννέλλη, «Δυτική Λέσβος. Περί πετρωμάτων, Φυτών και Ζώων», Έκδοση Δήμου Ερεσού Αντίσσης 2004]  

Μουσεία - Μνημεία - Μοναστήρια

 Μουσεία - Μνημεία - Μοναστήρια

 Η ιστορία της Λέσβου χάνεται στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ. Τα ερείπια ναών, λουτρών, επαύλεων, εκκλησιών, κάστρων χαράζουν πάνω στο τοπίο του νησιού την μαρτυρία αιώνων και πολιτισμών που έχουν χαθεί για πάντα. Τα ποιήματα της Σαπφώς και του Αλκαίου, η λύρα του Αρίωνα, τα λόγια του Θεόφραστου ενώνονται με τα ποιήματα του Ελύτη και τις ζωγραφιές του Θεόφιλου Στην περιοχή της Μυτιλήνης μπορεί κανείς να επισκεφτεί τα Αρχαιολογικά Μουσεία (παλαιό και νέο). Στο πρώτο σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο των αρχών του αιώνα, εκτίθενται ειδώλια, κεραμική και κοσμήματα από την Προϊστορική ως τη Ρωμαϊκή εποχή. Το νέο μουσείο, ένα σύγχρονο κτίριο στην περιοχή Κιόσκι, στεγάζει μόνιμη έκθεση με θέμα «Η Λέσβος από την Ελληνιστική στην Ρωμαϊκή Εποχή» με ψηφιδωτά δάπεδα και τοιχογραφίες από επαύλεις, χρηστικά αντικείμενα και γλυπτά. Το Βυζαντινό Εκκλησιαστικό Μουσείο κοντά στον Άγιο Θεράποντα έχει σημαντική συλλογή εικόνων και εκκλησιαστικών σκευών Κοντά στην Μυτιλήνη, μέσα σ’ έναν ελαιώνα στην Βαρειά, όπου γεννήθηκε ο εμπνευσμένος εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης - Τεριάντ, βρίσκεται το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Τεριάντ. Ο Τεριάντ ήταν ο πρώτος που εξέδωσε έργα κορυφαίων καλλιτεχνών του 20ού αιώνα σε βιβλία τέχνης. Οι εκδόσεις αυτές καθώς και πρωτότυπα έργα στεγάζονται στο Μουσείο. Πρόκειται για μία σημαντικότατη συλλογή, η οποία περιλαμβάνει έργα των Chagall, Giacometti, Lecorbusier, Leger, Matisse, Miro, Picasso, Τσαρούχη κ.ά. Δίπλα ακριβώς ένα λιτό κτίσμα στεγάζει το Μουσείο Θεοφίλου. Τα έργα του λέσβιου λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, που έχουν σαν πηγή έμπνευσης τη μυθολογία, την ιστορία και την φύση διακρίνονται για τον αυθορμητισμό, την εκφραστικότητά τους και τον πλούτο χρωμάτων. Μετά τον θάνατό του ο ζωγράφος έτυχε μεγάλης αναγνώρισης Στον λόφο ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο λιμάνι της Μυτιλήνης βρίσκεται το Κάστρο, ένα από τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα της Ανατολικής Μεσογείου. Χτισμένο στους χρόνους του Ιουστινιανού ανοικοδομήθηκε αργότερα από τους Βυζαντινούς, τους Γενουάτες και τους Τούρκους. Απέναντι από το κάστρο βρίσκεται το Αρχαίο Θέατρο ένα από τα μεγαλύτερα της αρχαιότητας με χωρητικότητα 15.000 άτομα, φημισμένο για την ακουστική του. Κοντά στην Μυτιλήνη, στην Μόρια, υψώνονται επιβλητικά τα τόξα του Ρωμαϊκού Υδραγωγείου ενός τεχνολογικού επιτεύγματος των πρώτων μ.Χ. αιώνων που ξεκινούσε από την Αγιάσο και προμήθευε με νερό την Μυτιλήνη. Στην Θερμή εμφανή είναι τα ερείπια ρωμαϊκών λουτρών και μέλη αρχαίου ναού αφιερωμένου στην θεά Άρτεμη. Πάνω από τον Μόλυβο δεσπόζει εντυπωσιακά το Κάστρο του. Χτισμένο από τους Βυζαντινούς, ολοκληρώθηκε από τους Γενουάτες και διατηρείται σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση. Η Αρχαιολογική Συλλογή Μήθυμνας στεγάζεται στο κτίριο του παλιού Δημαρχείου και περιλαμβάνει ευρήματα αρχαιολογικών ανασκαφών από την ευρύτερη περιοχή από τον 4ο π.Χ. μέχρι τον 6ο μ.Χ. Ένα μικρό Κάστρο, με περίτεχνη αραβική διακόσμηση χτισμένο από τους Τούρκους το 1757 υπάρχει στο Σίγρι. Ανατολικά του Σιγρίου διακρίνονται τα ερείπια της Αρχαίας Άντισσας. Λίγο πριν την Καλλονή βρίσκεται ο Ναός των Μέσων, αιολικό κέντρο λατρείας με ερείπια Ιονικού ναού. Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκαν σημαντικές εργασίες ανάδειξης του ναού και αξίζει ο επισκέπτης να δει από κοντά τον σημαντικό αυτό αρχαιολογικό χώρο. Κοντά στην Αγία Παρασκευή ο Παλαιοχριστιανικός ναός του Χαλινάδου, το αρχαιότερο κτίσμα στο νησί. Στο μυχό του κόλπου Καλλονής είναι βυθισμένη η αρχαία πόλη Πύρα Στο νησί υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα μοναστήρια. Σε μια πλαγιά κατάφυτη από ελιές στην Θερμή βρίσκεται η Μονή Αγίου Ραφαήλ ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα του νησιού. Στον Μανταμάδο βρίσκεται η Μονή Ταξιαρχών, πέτρινο μοναστήρι με την ανάγλυφη εικόνα του Ταξιάρχη Μιχαήλ που είναι δεμένη με την ιστορία του νησιού. Στα ριζά του βουνού κοντά στην Καλλονή βρίσκεται η Μονή Λειμώνος - Αγίου Ιγνατίου χτισμένη το 1523. Το Καθολικό της είναι επιβλητικό ενώ μέσα στον περίβολο της μονής είναι χτισμένα πολλά εκκλησάκια. Επίσης λειτουργεί Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης και Γεωλογικό Μουσείο. Στην πλαγιά ενός βουνού κοντά στην μονή Λειμώνος βρίσκεται η Μονή Μυρσινιώτισσας. Σε ένα γαλήνιο τοπίο με πλατάνια κοντά στην Βατούσα βρίσκεται η μονή περιβολής., η οποία έχει ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες. Σ’ ένα φαράγγι περιτριγυρισμένη από βελανιδιές και πλατάνια και ηφαιστειακά πετρώματα στα Β.Δ. της Ερεσού βρίσκεται η Μονή Πιθαρίου. Χτισμένη το 800 μ.Χ. στην κορυφή του όρους Όρδυμνος μεταξύ Άντισσας και Σιγρίου η Μονή Υψηλού έχει μοναδική θέα και διαθέτει εκκλησιαστική συλλογή. Μέσα σε πυκνή βλάστηση κοντά στον Πολιχνίτο βρίσκεται η Μονή Δαμανδρίου επίσης με αξιόλογες τοιχογραφίες Εκκλησίες που παρουσιάζουν ενδιαφέρον είναι η Παναγία Τρουλωτή στην περιοχή Άνω Πύργοι Θερμής. Χτισμένη τον 14ο αιώνα με εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη αρχαιότερων κτισμάτων είναι από τα παλαιότερα χριστιανικά κτίσματα του νησιού. Η Παναγία Αγία Σιών στην Αγιάσο είναι σημαντικό προσκύνημα του νησιού. Η εικόνα την οποία η παράδοση λέει ότι φιλοτέχνησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, μεταφέρθηκε από την Ιερουσαλήμ το 803. Στο προαύλιο υπάρχει εκκλησιαστικό μουσείο. 114 σκαλοπάτια λαξευμένα πάνω στον βράχο, στον οποίο οφείλει το όνομά της η Πέτρα οδηγούν στην Παναγία Γλυκοφιλούσα. Στο γραφικότατο λιμανάκι Σκάλα Συκαμιάς βρίσκεται η Παναγιά η Γοργόνα. Οι εκκλησίες όλων των χωριών έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Με ξυλόγλυπτα ή πέτρινα τέμπλα και εξαιρετικές αγιογραφίες, αξίζει να τις επισκεφθείτε [Πηγές: Τουριστικά Φυλλάδια Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λέσβου]  

Απολιθωμένο Δάσος Λέσβου

Απολιθωμένο Δάσος Λέσβου

Στη Δυτική Λέσβο, εκεί που τα ηφαιστειακά πετρώματα συναντούν το βαθύ γαλάζιο του Αιγαίου, ο χρόνος και το κύμα φέρνουν σιγά – σιγά στο φως κομμάτια μοναδικά, απολιθωμένα τμήματα φυτών που έζησαν στο μακρινό παρελθόν. Καμιά περιγραφή δεν μπορεί να αποδώσει τη στιλπνότητα των απολιθωμάτων, την ομορφιά και την λαμπρότητα των χρωμάτων τους, το αληθινό μεγαλείο των ιστάμενων απολιθωμένων κορμών και την άγρια ομορφιά του τοπίου Οι σημαντικότερες συγκεντρώσεις απολιθωμένων κορμών βρίσκονται στις περιοχές Σιγρίου, Ερεσού και Άντισσας. Εκτός από τους απολιθωμένους κορμούς διατηρούνται σε άριστη κατάσταση προφυλαγμένα μέσα στα ηφαιστειακά πετρώματα κλαδίσκοι, ρίζες, καρποί, φύλλα και σπέρματα. Η μεγάλη συχνότητα των απολιθωμένων κορμών που διατηρούνται όρθιοι και με το ριζικό τους σύστημα σε πλήρη ανάπτυξη, πιστοποιεί ότι τα δέντρα απολιθώθηκαν στην φυσική τους θέση και δεν έχουν μεταφερθεί στη θέση που τα βρίσκουμε σήμερα. Πρόκειται δηλαδή για ένα αυτόχθονο απολιθωμένο δάσος. Το 1994 δημιουργήθηκε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου στο ακριτικό Σίγρι με σκοπό την μελέτη, έρευνα, ανάδειξη, συντήρηση και φύλαξη του Απολιθωμένου Δάσους της Λέσβου Οι επιστήμονες που μελέτησαν το Απολιθωμένο Δάσος αναφέρονται με θαυμασμό στην μοναδικότητά του και την μεγάλη επιστημονική αξία, γιατί αποτελεί ένα ολοκληρωμένο οικοσύστημα δάσους που απολιθώθηκε επιτόπου λόγω της έντονης ηφαιστειακής δραστηριότητας και διατηρήθηκε σε άριστη κατάσταση ως τις μέρες μας. Το Απολιθωμένο Δάσος αποκαλύπτει πληροφορίες για τη σύνθεση της Παλαιοχλωρίδας (σημαντικό δείκτη των κλιματικών και περιβαλλοντικών συνθηκών καθώς και των μεταβολών τους), ταυτόχρονα αποτελεί ένα μοναδικό βιβλίο στο οποίο καταγράφεται όλη η γεωλογική ιστορία της λεκάνης του Αιγαίου τα τελευταία 20 εκατομμύρια χρόνια.

Η Λέσβος και το σαπούνι

Η Λέσβος και το σαπούνι

Η Λέσβος στα τέλη του 10ου αιώνα είχε εξελιχθεί σε κέντρο της βιομηχανικής παραγωγής σαπουνιού από ελαιόλαδο. Υπήρξε το πρώτο βιομηχανικό κέντρο στο Αιγαίο που είχε εξειδικευθεί στα τέλη του 19ου αι. στην παραγωγή ελαιοσαπώνων με τις σύγχρονες τεχνικές, διέθετε τα προϊόντα της στη μεγάλη αγορά της Κωνσταντινούπολης, στα μικρασιατικά παράλια και στις μαυροθαλασσίτικες πόλεις. Οι εμπορικές γνώσεις και τα δίκτυα που είχαν οι λέσβιοι επιχειρηματίες συνέβαλαν στην αναβάθμιση και εξειδίκευση της μεταποιητικής τους δραστηριότητας. Στο νησί το 1912 λειτουργούσαν 113 ατμοκίνητα ελαιοτριβεία. Δίπλα σ’ αυτά υπήρχαν μικρά σαπωνοποιεία αλλά και ανεξάρτητες μονάδες μεγάλης παραγωγής που στεγάζονταν σε τριώροφα πέτρινα κτίρια, στις περιοχές της Μυτιλήνης, του Πλωμαρίου, του Περάματος και του Πολιχνίτου. Είχε το προνόμιο να διαθέτει επιτόπου την πρώτη ύλη, το λάδι Οι πρώτοι σαπωνοπαραγωγοί στη Λέσβο ήταν έμποροι. Η εμπειρία τους στην ακτοπλοΐα και η γνώση τους για τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς τους επέτρεψαν να πουλήσουν τα προϊόντα τους κατ’ ευθείαν στις αγορές της Ανατολής. Όπως οι Έλληνες επιχειρηματίες σε άλλους κλάδους, βασίστηκαν σε ένα καλά ανεπτυγμένο οικογενειακό δίκτυο σε όλα τα μεγάλα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι απόγονοι αυτών των εμπόρων και των ναυτικών είχαν ειδικευτεί στη χημεία στις ευρωπαϊκές σχολές και είχαν σπουδάσει μεθόδους παραγωγής στη Μασσαλία, το ευρωπαϊκό κέντρο παρασκευής σαπουνιού. Οι οικογένειές τους σχημάτιζαν μια συνεκτική ανώτερη τάξη στη Λέσβο και έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή του νησιού Η χρυσή εποχή του σαπουνιού στη Λέσβο ήταν ανάμεσα στο 1875 και το 1895. Η παραγωγή του νησιού εκείνη την περίοδο έφτασε στην ετήσια παραγωγή 3.800 τόνων. Μέχρι το 1909 η παραγωγή είχε μειωθεί στο μισό αυτής της ποσότητας. Μετά το 1912 η βιομηχανία παρασκευής σαπουνιού ελαττώθηκε ακόμη περισσότερο, αλλά οι συναλλαγές με τις αγορές της Ανατολής διήρκεσαν μέχρι το 1922, οπότε περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Έλληνες της Μικράς Ασίας εγκατέλειψαν τις εστίες τους για να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, οι παραγωγοί και οι έμποροι της Λέσβου αποκόπηκαν από τις τοποθεσίες παραγωγής στη Μικρά Ασία και τη Μαύρη Θάλασσα, έχασαν το δίκτυο διανομής στην Κωνσταντινούπολη και στην Τραπεζούντα, καθώς και τους πελάτες τους στη Σμύρνη και στις άλλες παράκτιες πόλεις της Τουρκίας. Την ίδια περίοδο, οι περισσότεροι από τους απομακρυσμένους παραγωγούς σαπουνιού στη Λέσβο είχαν μετακομίσει στον Πειραιά και άλλα μέρη και είχαν στραφεί στην ελληνική αγορά. Από τις μεγαλύτερες σαπωνοποιίες την εποχή της ακμής ήταν των Αδελφών Γεωργαντέλλη και των οικογενειών Μεταξά και Μιχαλέλλη ή Παπουτσάνη. Οι Αφοί Γεωργαντέλλη, που διέθεταν ένα πολύ καλά οργανωμένο δίκτυο στις αγορές της Μαύρης Θάλασσας και εγκαταστάσεις στην Τραπεζούντα, την Αμισό και στη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές του 20ού αι. οι ετικέτες τους, όπως και οι ετικέτες άλλων οικογενειών του Πλωμαρίου, όπως των οικογενειών Μεταξά, Μιχαλέλλη ή Παπουτσάνη, ακόμη αντανακλούσαν την αισθητική των Οθωμανών, που ήταν η κύρια πελατειακή ομάδα για τους παραγωγούς της Λέσβου. Μετά την ένωση της Λέσβου με το σύγχρονο ελληνικό κράτος η εικόνα άρχισε να αλλάζει σιγά σιγά: τα αραβικά μοτίβα εξαφανίστηκαν και φιγούρες εμπνευσμένες από την αρχαία Ελλάδα πήραν τη θέση τους. Έτσι, σε μια ετικέτα των Αφών Γεωργαντέλλη, που διαφήμιζε ένα «savon de toilette» στα ελληνικά και στα γαλλικά, εμφανίστηκε η μορφή μιας αρχαιοελληνικής θεάς, η οποία κρατούσε ένα σταυρό, που συμβόλιζε την ένωση με τη μητέρα πατρίδα, ενώ μερικά νομίσματα απεικόνιζαν τον Ερμή και άλλους αρχαίους θεούς. Τα αρωματικά σαπούνια του Αλκαίου Μεταξά από την άλλη πλευρά, τα οποία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στα ανώτερα εισοδήματα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, είχαν ετικέτες που μιμούνταν παριζιάνικα μοντέλα ή απεικόνιζαν τοπία της κεντρικής Ευρώπης. Το μικρό εργοστάσιο του Αλκαίου Μεταξά ήταν ειδικευμένο στην παραγωγή αρωματικών σαπουνιών. Μετέτρεπε αγνά σαπούνια σε αρωματικά με τη μέθοδο της αναδιάλυσης, προσθέτοντας τα κατάλληλα αρώματα και χρώματα ή παρασκευάζοντας το σαπούνι απ’ ευθείας από λιπαρές ουσίες και αρώματα. Η υψηλά ειδικευμένη παραγωγή του στόχευε στις υψηλότερες εισοδηματικές τάξεις της Λέσβου, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης. Η επιχείρηση του Μιχαλέλλη παρήγε το «σαπούνι της βασίλισσας Αριάδνης», το οποίο προοριζόταν για την αμερικανική αγορά Η παραγωγή σαπουνιού στο Πλωμάρι και στο υπόλοιπο νησί μετά το 1912 σταδιακά συρρικνώθηκε δραματικά. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’50 και ’60 στον 20ό αι., όταν τα σαπούνια παγκοσμίως έχασαν έδαφος από τα απορρυπαντικά, τα σαμπουάν και τα υγρά σαπούνια, έμειναν μόνο τρία παραδοσιακά εργαστήρια σαπουνιού στη μικρή κωμόπολη, η οποία στα τέλη του προηγούμενου αιώνα γνώρισε μεγάλη ακμή στην παραγωγή και εμπορία σαπουνιού. Παρήγαγε κοινά και αρωματικά σαπούνια και τα διοχέτευε στην αγορά της Σμύρνης, στην Πόλη, στα νησιά του Αιγαίου και στα εμπορεία της Μαύρης Θάλασσας [Πηγές: 1) Ευρυδίκη Σιφναίου, «Άρωμα σαπουνιού. Ετικέτες, σφραγίδες και κασετίνα σαπουνιών από σαπωνοποιία της Λέσβου 1890-1950», Έκδοση Εταιρία Αρχιπέλαγος, Αθήνα 2000.2) Christian Gonsa, «Λέσβος. Αγνό σαπούνι», περιοδικό «γεωτρόπιο», τεύχος 304/11-2-2006]   

Η πνευματική Λέσβος

Η πνευματική Λέσβος

 Οι τέχνες και τα γράμματα και κυρίως η ποίηση, άνθησαν στο νησί από την πρώιμη αρχαιότητα. Κατά την μυθολογία, στην Λέσβο απέθεσε η θάλασσα το κεφάλι του Ορφέα και την λύρα του, μετά την θανάτωσή του από τις μαινάδες στη Θράκη. Και ο μύθος επιμένει ότι το κομμένο κεφάλι του Ορφέα συνέχισε να τραγουδάει και να χρησμοδοτεί στο μαντείο του κοντά στην Άντισσα, ενώ η λύρα υπήρχε λένε κρεμασμένη στον ναό του Απόλλωνα στην Μυτιλήνη. Από τον 7ο π.Χ. αι., παράλληλα με την μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, παρουσιάζεται στην Λέσβο πνευματική και καλλιτεχνική άνθιση, από τις σημαντικότερες στον ελληνικό χώρο. Αν και το πολιτιστικό κέντρο της αρχαίας Ελλάδας ήταν η Αθήνα, οι πόλεις της Λέσβου συνεισέφεραν μια ιδιαίτερη και σημαντική συνδρομή στο οικοδόμημα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού Η μουσική και η ποίηση είναι η πιο αγαπημένες ασχολίες των Λεσβίων. Ο Τέρπανδρος ο Αντισσαίος, ο Αρίων ο Μηθυμναίος, τον οποίο ο μύθος τον θέλει να ταξιδεύει τραγουδώντας, καθισμένος στην πλάτη ενός δελφινιού, και ο Κοιτίων ο Μυτιληναίος, συγκαταλέγονται στους περίφημους μουσικούς της αρχαιότητας. Ο Τέρπανδρος γεννήθηκε στην Άντισσα αλλά δημιούργησε στην Σπάρτη όπου ίδρυσε μουσική σχολή και νίκησε σε μουσικούς αγώνες κατά την 26η Ολυμπιάδα δηλ. το 676-673 π.Χ. Στον Τέρπανδρο αποδίδεται η εφεύρεση της οχτάχορδης λύρας η οποία ονομαζόταν «βάρβιτος», καθώς και η τελειοποίηση του «Νόμου» ενός ύμνου αφιερωμένου στην λατρεία του Απόλλωνα. Ο Αρίων υπήρξε μεταγενέστερος του Τέρπανδρου και συνεχιστής του έργου του. Δημιούργησε στην αυλή του Περίανδρου στην Κόρινθο και ανέδειξε το χορικό τραγούδι και ιδιαίτερα τον διονυσιακό διθύραμβο σε σύνθετο και έντεχνο ποιητικό και μουσικό είδος. Η λυρική ποίηση εκπροσωπείται στη Λέσβο από την Σαπφώ και τον Αλκαίο. Ο Αλκαίος ο οποίος δεν έγραψε μόνο ερωτικά και συμποσιακά ποιήματα, αλλά και πολιτικά, εξορίστηκε εξαιτίας της πολιτικής του δράσης στην Πύρρα, στην Λυδία και στην Αίγυπτο. Το πλούσιο έργο του Αλκαίου περιλάμβανε ποιήματα που γράφτηκαν με τις πιο διαφορετικές αφορμές και είχαν το πιο ποικίλο περιεχόμενο: Ύμνοι σε θεούς και ήρωες καθώς και σε μυθολογικά θέματα, ποιήματα καθημερινής πολιτικής πραγματικότητας, ποιήματα αγωνιστικής διάθεσης, μίσους και έχθρας, αγαλλίασης για τις νίκες, απελπισίας για τις ήττες. Επίσης, τραγούδια του πιοτού, ερωτικά, φιλοσοφικά. Τα ποιήματα του Αλκαίου ήταν πολύ δημοφιλή στους Αττικούς όπως δείχνουν οι πολλαπλές επιδράσεις τους στα σχόλια. Την μεγαλύτερη επίδραση την άσκησε στον Οράτιο. Η γενική εκτίμηση είχε ως αποτέλεσμα να συμπεριληφθεί το όνομα του Αλκαίου στον Κανόνα των λυρικών ποιητών που περιλάμβανε εννέα κλασσικούς στους οποίους οι Αλεξανδρινοί λόγιοι απέδιδαν ύψιστη τιμή. Η Σαπφώ γεννήθηκε στην Ερεσό, αναμείχθηκε και αυτή στην πολιτική, ακολουθώντας την παράδοση που επέτρεπε την ενεργό ενασχόληση των γυναικών της Λέσβου στα κοινά, εξορίστηκε στην Σικελία και γύρισε για να ανοίξει στην Μυτιλήνη σχολή χορού και μουσικής. Η Σαπφώ και ο Αλκαίος θεωρούνται οι θεμελιωτές της μελικής ποίησης, του είδους δηλαδή εκείνου που συνδυάζει τον έμμετρο λόγο με την συνοδεία της μουσικής υπόκρουσης. Η ποίηση του Αλκαίου διακρίνεται για την απλότητα και την δύναμή της και από μετρική άποψη σημαντική είναι η συμβολή του στην ελληνική και λατινική ποίηση. Η ποίηση της Σαπφώς, η οποία κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στους λυρικούς ποιητές από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αντλεί τα θέματά της από την καθημερινότητα και τα ανθρώπινα συναισθήματα και διακρίνεται για την χάρη της έκφρασης την σοφία στη σύνθεση και την δύναμη του πηγαίου αισθήματος Διαφορετικά απ’ ότι στον Αλκαίο τα ποιήματα της Σαπφώς, όλα ανεξαιρέτως, γεννήθηκαν μέσα από την ιδιωτική, την προσωπική της ζωή: Όλα τους είναι καρπός των διαλογισμών της πάνω στις σχέσεις των ανθρώπων και στα προβλήματα του κύκλου της και του κοινωνικού της περιβάλλοντος. Όλος ο κόσμος των αισθημάτων της ποιήτριας αποκαλύπτεται στον παρατηρητή, και δεν είναι λίγες οι φορές που η ποιήτρια γνωστοποιεί, κάτι παραπάνω: εξομολογείται πολύ προσωπικά πράγματα. Η Σαπφώ μπόρεσε να αποκαλύψει και να κάνει προσιτές εντελώς καινούργιες διαστάσεις της ψυχής, βοηθούμενη από τις προσωπικές της εμπειρίες έμαθε όχι μόνο να αναγνωρίζει τα ανθρώπινα αισθήματα, αλλά και να τα κάνει με τρόπο παραστατικό ορατά, αποκαλύπτοντας έτσι στο μάτι του παρατηρητή περιοχές της ψυχής. Έκανε έτσι φανερά τα μεγάλα της χαρίσματα: της αυτοπαρατηρησίας, του κοφτερού της ματιού, της εκφραστικής της δεινότητας, είχε όμως και το, όχι και τόσο συνηθισμένο, χάρισμα, η ψυχή της να δέχεται ερεθισμούς από το περιβάλλον της, από τη γύρω της φύση, ή εντυπώσεις της στιγμής - και όλα αυτά να τα περιγράφει ύστερα και να τα εκφράζει Δύο μικρά αποσπάσματα από τα ποιήματά της:

Όταν στεφάνια πλέκουνε τριγύρω μου οι ωραίες κοπέλες κι η γης που τα στεφάνια θρέφει βρίθει από άνθη εσύ και ο Έρωτας που πάντα μου υπακούει φτάνοντας απ’ τους ουρανούς ψηλά ντυμένος καταπόρφυρη χλαμύδα (γιατί) φτεροκοπάω και πάω κατ’ αυτόν σαν το μωρό στην αγκαλιά της μάνας του
Τους ιππείς άλλοι βρίσκουν κι άλλοι τους πεζούς κι άλλοι τους ναυτικούς πως τ’ ωραιότερο είναι (πράγμα) στη σκοτεινή μας γη? όμως εγώ: κείνο που πιο πολύ αγαπά ο καθένας.


Ο Πιττακός θεωρείται ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας.
Ο ιστορικός Ελλάνικος ο Μυτιληναίος και ο φιλόσοφος Θεόφραστος ο Ερέσιος, διάδοχος του Αριστοτέλη ήταν από τους διασημότερους άνδρες της αρχαίας Ελλάδας. Ο Θεόφραστος, μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη ίδρυσε μαζί με τον Αριστοτέλη, στην Αθήνα του 4ου αιώνα, την «Περιπατητική Σχολή» την οποία και διηύθυνε μετά τον θάνατο του μεγάλου διδασκάλου του έως το 287 π.Χ. Ακολούθησε τον Αριστοτέλη στην Λέσβο και στην Μακεδονία και συμμετείχε στις έρευνες του μεγάλου φιλοσόφου. Αναφέρονται 240 συγγράμματα του Θεόφραστου από τα οποία δυστυχώς σώζονται δύο για τα Φυτά και το έργο του «Χαρακτήρες» Από τα δύο βοτανολογικά του έργα το πρώτο, η κυρίως «φυτολογία» («Περί φυτών ιστορίας», 9 βιβλία), περιλαμβάνει σε περιγραφική μορφή, ολόκληρο το φυτικό σύστημα: βασικές έννοιες (βιβλίο 1), ήμερα και άγρια δέντρα (2-3), τη γεωγραφία των φυτών (4), ξύλα, θάμνους, ποώδη και δημητριακά (5-8), χυμούς και ρητίνες (9). Το έργο έχει σαφή εμπειρικά χαρακτηριστικά και αποτελεί την πρώτη επιστημονική βοτανική, ένα εγχειρίδιο που ήταν χρήσιμο ακόμη τον μεσαίωνα. Τόσο οι παλαιότεροι, από τα έργα των οποίων είναι αυτονόητο ότι πήρε υλικό ο Θεόφραστος, όσο και οι μετά από αυτόν έστρεφαν το βλέμμα τους στον κόσμο των φυτών κυρίως από φαρμακολογικό ενδιαφέρον. Η φυσιολογία και η αιτιολογία των φυτών ήταν τα αντικείμενα του επόμενου βοτανολογικού έργου («Περί φυτών αιτιών», 6 βιβλία): γένεση, περιβάλλον, μεταφύτευση, καλλιέργειες, αρρώστιες και -σε παράρτημα- οι χυμοί των φυτών είναι τα θέματα που πραγματεύεται στο έργο του αυτό ο Θεόφραστος. 
Η πνευματική αυτή παράδοση θα συνεχισθεί και στα νεώτερα χρόνια με εκπροσώπους της: τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, τον ιστορικό και λογοτέχνη Γιώργο Βαλέτα, τον λογοτέχνη, δημοσιογράφο και ακαδημαϊκό Στράτη Μυριβήλη, τον πεζογράφο και ακαδημαϊκό Ηλία Βενέζη, τους λογοτέχνες Στρατή Δούκα και Αργύρη Εφταλιώτη, τον λογοτέχνη και πολιτικό Ασημάκη Πανσέληνο, τον ζωγράφο και γλύπτη Γεώργιο Ιακωβίδη, τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο [Πηγές: «Ιστορία της Λέσβου», έκδοση του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου (Ζ΄ έκδοση), Μυτιλήνη 2006] 

Ηλέκτρα

Οι παραδόσεις αναφέρουν περισσότερα πρόσωπα μ’ αυτό το όνομα: Η πιο παλιά είναι μια από τις κόρες του Ωκεανού και της Τηθύος, παντρεμένη με τον Θαύμαντα, το γιο του Πόντου και της Γαίας Υπήρχε επίσης μία Ηλέκτρα μεταξύ των Πλειάδων, των επτά θυγατέρων του Άτλαντα και της Πλειόνης, που κατοικούσαν στο νησί της Σαμοθράκης. Έσμιξε με τον Δίο και γέννησε τον Δάρδανο, που πέρασε από τη Σαμοθράκη στην Τρωάδα, όπου ίδρυσε τη βασιλική δυναστεία της Τροίας. Στις «ιταλικές» παραλλαγές του μύθου της η Ηλέκτρα αναφέρεται ως γυναίκα του Κόρυθου, του βασιλιά των Ετρούσκων Ανάμεσα σ’ εκείνες που έχουν το όνομα Ηλέκτρα το πιο διάσημο μυθικό πρόσωπο είναι η κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Δεν είναι γνωστή από την ομηρική ποίηση, αλλά στους μεταγενέστερους ποιητές αντικαθιστά σιγά σιγά τη Λαοδίκη, μια από τις κόρες του Αγαμέμνονα, της οποίας το όνομα παύει να αναφέρεται από εκεί και ύστερα. Μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα από τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα, η Ηλέκτρα, που μόλις και γλίτωσε το θάνατο, γίνεται σχεδόν σκλάβα. Σώζεται από τη μητέρα της που μεσολαβεί για χάρη της στον Αίγισθο. Σύμφωνα με μερικές παραλλαγές, αυτή είναι που γλιτώνει τον μικρό Ορέστη από τα χέρια των δολοφόνων και τον εμπιστεύεται μυστικά στο γέρο παιδαγωγό, που τον οδηγεί μακριά από τις Μυκήνες. Κατά την επιστροφή του Ορέστη αναγνωρίζει τον αδελφό της, που είχε πάει, όπως και εκείνη, κοντά στο μνήμα του πατέρα της, και μαζί του προετοιμάζει την εκδίκηση, τη δολοφονία δηλαδή της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου. Στον «Ορέστη» του Ευριπίδη συμμετέχει στις δοκιμασίες του αδελφού της και μάχεται στο πλευρό του απέναντι στην έχθρα του λαού, που θέλει να καταδικάσει τους δολοφόνους σε θάνατο. Ο Ορέστης παντρεύεται την Ερμιόνη, την κόρη της Ελένης, ενώ η Ηλέκτρα παίρνει τον Πυλάδη και τον ακολουθεί στη Φωκίδα. Από το γάμο αυτό γεννήθηκαν ο Μέδονας και ο Στρόφιος [Πηγή: Pierre Grimal: «Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας», εκδόσεις «University Studio Press»]         

Λαϊκή τέχνη - Παράδοση - Γαστρονομία

Λαϊκή τέχνη - Παράδοση - Γαστρονομία

 Σε λίγα μέρη είναι η φύση και η ανθρώπινη παρουσία τόσο αρμονικά συνδυασμένα όσο στην Λέσβο. Τα περισσότερα χωριά διατηρούν σχεδόν ακέραια την αρχιτεκτονική τους κληρονομιά. Τα βασικά δομικά υλικά είναι πέτρα και ξύλο. Οι μαστόροι του νησιού ήταν φημισμένοι για την κατεργασία της πέτρας. Οι μικροί πύργοι είναι ένας χαρακτηριστικός τύπος σπιτιού με ψηλό πέτρινο κορμό στον κάτω όροφο και βαριά κατασκευή της εξώπορτας για προστασία από τους πειρατές. Πολλά από τα πυργέλια αυτά αλλά και άλλα σπίτια έχουν σαχνισιά, μια ελαφριά ξύλινη κατασκευή που προεξέχει στον επάνω όροφο. Οι εσωτερικές αυλές είναι γεμάτες λουλούδια και χρώμα. Διακριτικό χαρακτηριστικό του αρχιτεκτονικού τοπίου είναι τα λιοτρίβια, πολλά από τα οποία στεγάζουν τώρα πολιτιστικά κέντρα, και σε ορισμένες περιοχές (Πλωμάρι, Γέρα) τα σαπωνοποιεία. Επίσης αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχολεία και οι εκκλησίες του νησιού, ένδειξη της άνθησης που γνώρισε ο τόπος τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Παραδοσιακοί οικισμοί είναι μεταξύ άλλων η Αγιάσος, η Αγία Παρασκευή, ο Μόλυβος, το Πλωμάρι, η Βατούσα κι ο Μανταμάδος Το αργιλώδες έδαφος του νησιού βοήθησε να δημιουργηθεί πολύ ισχυρή παράδοση αγγειοπλαστικής. Τσουκαλάδικα που διατηρούν τις παραδοσιακές μεθόδους υπάρχουν στον Μανταμάδο, στον Άγιο Στέγανο, στην Αγιάσο και στην Μυτιλήνη. Παράδοση επίσης, έχει και η ξυλογλυπτική. Εργαστήρια ξυλογλυπτικής υπάρχουν σε πολλά μέρη του νησιού κυρίως στην Αγιάσο, στον Ασώματο και στην Μυτιλήνη. Υφαντά και κεντήματα της Λέσβου εξαιρετικής ποιότητας μπορεί κανείς να θαυμάσει στα λαογραφικά μουσεία. Η καρδιά των χωριών είναι η πλατεία και πιο συγκεκριμένα τα καφενεία της. Τα καφενεία, παντού σήμα κατατεθέν του παραδοσιακού, σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας δεν είναι τόσο λειτουργικά δεμένα με τη ζωή και τόσο γεμάτα χρώμα όσο στην Λέσβο. Συχνά ιδιαίτερα το καλοκαίρι, το νησί ζωντανεύει από κάποιο πανηγύρι που εκτός από τα καθιερωμένα τραγούδια και χορούς, που συχνά κρατούν τριήμερο, περιλαμβάνει και ιππικούς ή άλλους αγώνες αλλά και λιτανείες ή πολιτιστικές γιορτές. Από τις γιορτές που συγκεντρώνουν τον περισσότερο κόσμο στο νησί είναι η γιορτή του Ταξιάρχη στον Μανταμάδο και η γιορτή του Ταύρου στην Αγία Παρασκευή. Χαρακτηριστικό και των δύο είναι η σφαγή του ταύρου, απομεινάρι προχριστιανικών θυσιών, και οι ιππικοί αγώνες. Όλη τη νύχτα μαγειρεύεται μέσα σε μεγάλα καζάνια υπό τους ήχους τραγουδιών το «κεσκέκι» (βρασμένο κρέας κοπανισμένο με σιτάρι και κύμινο), το οποίο το επόμενο πρωί θα μοιραστεί στους προσκυνητές. Μεγάλη γιορτή για όλο το νησί είναι και ο Δεκαπενταύγουστος, ο οποίος γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα στην Πέτρα και στην Αγιάσο. Άνθρωποι όλων των ηλικιών από όλο το νησί ανηφορίζουν, συχνά με τα πόδια, προς το χωριό ενώ πολλοί περνούν την νύχτα στο προαύλιο της εκκλησίας και σους γύρω χώρους. Μεγάλο είναι το γλέντι και τις Απόκριες, ειδικά στον Μεσότοπο με τους «κουδουνάτους» και στην Αγιάσο όπου τα σκωπτικά πειράγματα συνεχίζουν μια παράδοση αιώνων. Οι Οθωμανοί ονόμαζαν το νησί το «περιβόλι της αυτοκρατορίας» επειδή παρήγαγε τα πάντα. Αυτάρκες, με βαθιά παράδοση στην ομορφιά και την καλή ζωή ανέπτυξε μια λεπτή κουζίνα με πραγματικά ισορροπημένους συνδυασμούς γεύσεων και αρωμάτων. Ακόμα και στο απλό καθημερινό φαγητό θεωρείται αυτονόητο για την νοικοκυρά ότι θα φροντίσει να είναι και η εμφάνιση του φαγητού μια απόλαυση. Κρέας με κυδώνια, αρνάκι γεμιστό, πατατλίδικο, σουτζουκάκια, σουγάνια (κρεμυδοντολμάδες), ντολμαδάκια γιαλαντζί, κολοκυθολούλουδα γεμισμένα με ρύζι ή τυρί, κολοκυθοκεφτέδες, κρεμυδόπιτες, γκιουζλεμέδες (τηγανιτά τυροπιτάκια), σπιτικά ζυμαρικά που ευωδιάζουν, ή από την άλλη γεύσεις που μυρίζουν θάλασσα, φρέσκα ψάρια, χτένια ή πεταλίδες με σπανάκι ή ρύζι, χταπόδι με ελιές, καλαμαράκια γεμιστά πρέπει να έχουν τέλεια γεύση και τέλεια εικόνα Υπέροχα είναι και τα γλυκά του νησιού: τα καλύτερα ίσως αμυγδαλωτά της χώρας, πλασμένα σχέδια με το χέρι ή με φόρμες που θυμίζουν άκανθες από κιονόκρανα και περίεργα φυτά, μπακλαβάς με αμύγδαλα και βούτυρο που μοσχομυρίζει μαστίχα και ροδόσταμο, μελωμένος μυζηθροχαλβάς. Επειδή οι Μυτιληνιοί είναι καλοφαγάδες, καλό φαγητό μπορεί κανείς να βρει σε πολλά από τα ταβερνάκια αλλά και στα καφενεία του νησιού. Από τα τοπικά προϊόντα ονομαστό είναι βέβαια το λάδι αλλά και το λαδοτύρι και τα γαλακτοκομικά, τα κρέατα και τα λουκάνικα, τα αλίπαστα -διάσημες είναι οι σαρδέλες Καλλονής- και φυσικά το ούζο [Πηγές: Τουριστικά Φυλλάδια Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λέσβου] - Επιστροφή  

Λέσβος, η ελιά, το λάδι

Λέσβος, η ελιά, το λάδι

 «Μαύρισα μέσ’ στης Λέσβος τους ελαιώνες.Η παρθένα ελιά το λόφο ανηφορίζοντας»
Οδυσσέας Ελύτης
Έντεκα εκατομμύρια λιόδεντρα (σε σύνολο 83,5 εκατ. όλης της Ελλάδας), απλωμένα σε 450.000 στρέμματα γης (29% της συνολικής έκτασης του νησιού και 79% της καλλιεργήσιμης γεωργικής γης), παράγουν 20.000 τόνους λάδι (κατά μέσο όρο) το χρόνο. Σε κάθε κάτοικο της Λέσβου αναλογούν 113 δέντρα όταν στη Σάμο αναλογούν 40, στην Κρήτη 35, στην Πελοπόννησο 12, στην Ελλάδα 9, στην Ιταλία 3, στην Ισπανία 5. Η Λέσβος με το 1% πληθυσμού δίνει το 7-8% της ελληνικής παραγωγής. Αν αφήσουμε τους αριθμούς να μιλήσουν μόνοι τους θα πουν καθαρά για την κυρίαρχη παρουσία του ευλογημένου δέντρου στα χώματα της Λέσβου. Θα μας προσδιορίσουν με ακρίβεια ποσοστό, έσοδα, μεγέθη. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν θα μπορέσουν να μεταφέρουν τι αντιπροσωπεύει η ελιά για τη Λέσβο και τους ανθρώπους της. Πόσο είναι δεμένη με την υπόσταση, την κουλτούρα και την ιστορία του νησιού. Δεν θα μπορέσουν να αποδώσουν αυτό που τόσο όμορφα γράφει ο Θανάσης Παρασκευαΐδης: «[…] Απ’ τους βασανισμένους κορμούς των ελιών, ξεπετιέται η ιστορία του νησιού μας. Οι ελιές είναι φορτωμένες με δικές μας, ανθρώπινες φωνές. Πατρίδα είναι η ελιά που φρόντισες, που ανάστησες, με τα χέρια σου, για τα παιδιά σου. Για τη συνέχεια της γενιάς, που φέρνει το όνομά σου. Ο ίδιος είσαι το λιόδεντρο» Μπροστά σ’ αυτόν τον ανείπωτο δεσμό δοκιμάζεται και η πένα του πιο προικισμένου λογοτέχνη, ο χρωστήρας του πιο ταλαντούχου ζωγράφου, ο φακός του πιο εμπνευσμένου φωτογράφου. «Είναι κοινός τόπος ότι η φυσιογνωμία ενός λαού στοιχειοθετείται καθοριστικά, εκτός των άλλων και μέσα από το διάλογό του με τον περιβάλλοντα χώρο, την οικεία φύση. Κι αν θα έπρεπε να δώσουμε το στίγμα της ελληνικής φύσης κατονομάζοντας κάποια καρποφόρα δέντρα που επέδρασαν όχι μόνο στις κοινωνικοπολιτικές πραγματικότητες αλλά και στη σφαίρα της λατρευτικής πρακτικής, των δοξασιών, των εθίμων, την πρώτη θέση αναμφίβολα διεκδικεί η ελιά», γράφει ο Νίκος Ψιλάκης στο βιβλίο του «Ο Πολιτισμός της ελιάς. Το ελαιόλαδο» (Εκδόσεις Καρμάνωρ, 1999) Στη Λέσβο από τότε που εμφανίζονται οι αγριελιές ως σήμερα με ενδιάμεσους σταθμούς τα χρόνια των Γατελούζων, την τουρκοκρατία, την απελευθέρωση, τον Πρώτο τον Παγκόσμιο, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Κατοχή, την μεταπολεμική περίοδο, όλα τα γεγονότα διαδραματίζονται σε στενή σχέση με την ελαιοκαλλιέργεια. Στον πολιτιστικό καμβά του νησιού το λιομάζωμα, η ζωή των ξωμάχων, τα βάσανα, οι περιπέτειες, οι πόθοι και οι χαρές τους έχουν υφανθεί με ξεχωριστά χρώματα. Κι όταν ακόμη, στα 1850, ο μεγάλος παγετός (Μεγάλη Καμάδα) έπληξε και κατέστρεψε ολοσχερώς τον ελαιώνα οι κάτοικοι του νησιού δεν απαρνήθηκαν το δέντρο τους. Έφεραν και φύτεψαν νέες ανθεκτικές ποικιλίες, την κολοβή και την αδραμυτινή. Με τα ζώα και με τα χέρια κουβάλησαν χώμα ακόμα και στις κορφές των λόφων και στις απομακρυσμένες πλαγιές. Έχτισαν πέτρα - πέτρα πεζούλες για να κρατηθούν τα χώματα, να στεριώσουν τα δέντρα. Γρήγορα δημιούργησαν έναν νέο ελαιώνα πιο ζωντανό, δέκα φορές μεγαλύτερο

Λέσβος, η ελιά, το λάδι 2

Τις επόμενες δεκαετίες αν και υπόδουλη στους Τούρκους, η Λέσβος θα γνωρίσει σημαντική οικονομική ακμή με άξονα το εμπόριο λαδιού και σαπουνιού. Νέα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία αντικαθιστούν τους παλιούς ελαιόμυλους. Δημιουργούνται νέα εργοστάσια για την επεξεργασία των υποπροϊόντων του πυρήνα και του σαπουνιού που είναι διάσημο και περιζήτητο στις αγορές. Το λιμάνι της Μυτιλήνης αναδεικνύεται σε μεγάλο διαμετακομιστικό κέντρο απ’ όπου μεταφέρονται τόνοι λαδιού και σαπουνιού στη Μασσαλία, στην Αγγλία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Τεργέστη, στην Αλεξάνδρεια. Η οικονομική άνθηση φέρνει και γενικότερη ευμάρεια. Ό,τι σώζεται από την εποχή εκείνη μαρτυρά την αρχοντιά των Μυτιληνιών, τον έντονο κοσμοπολιτισμό του νησιού, τον πλούτο που αποκόμισαν οι έμποροι εκείνης της εποχής τον βλέπουμε και σήμερα στις πανάκριβες νεοκλασικές κατοικίες που έφτιαξαν στη Μυτιλήνη, Αγία Παρασκευή, Πλωμάρι, Πολιχνίτο και αλλού. Από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα μέχρι σήμερα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Η μετανάστευση πλήττει το νησί, ο πληθυσμός μειώνεται και γηράσκει. Το εμπόριο του λαδιού δέχεται τον σκληρό ανταγωνισμό των σπορέλαιων και τα απορρυπαντικά αντικαθιστούν τα σαπούνια. Σήμερα, όμως, η καινούργια τεχνολογία, φυγόκεντρα μηχανήματα, που αύξησε την ημερήσια παραγωγή έκθλιψης ελιάς, η μετανάστευση που έφερε την εγκατάλειψη των ελαιώνων, η μη ανανέωση των λιόδεντρων, είχαν σαν αποτέλεσμα να τεθούν εκτός λειτουργίας στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 πολλά από τα παλιά ελαιοτριβεία, που παρά την εγκατάλειψη και την φθορά του χρόνου, εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη με την μοναδικότητα του αρχιτεκτονικού συνόλου. Νιώθουμε ότι η συμμετρία και η αυστηρότητα πολλές φορές αυτών των κτιρίων, που η τεχνοτροπία τους θυμίζει εγγλέζικη αρχιτεκτονική, έχει δεθεί με το λεσβιακό τοπίο. Η μορφολογικές λεπτομέρειες των όψεων αντιγράφουν εκείνες των σπιτιών της ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Η βιομηχανική αρχιτεκτονική της Λέσβου κλείνει μέσα της όλα τα στάδια εκβιομηχάνισης της περιοχής και μαρτυρεί την τότε κατάσταση της παραγωγικής διαδικασίας Παρόλα αυτά η ελιά συνεχίζει να αποτελεί βασική γεωργική απασχόληση των κατοίκων και η τιμή του λαδιού την κύρια συζήτησή τους. Δεν υπάρχει Μυτιληνιός, ό,τι δουλειά και να κάνει που να μην τις ελιές του. Οι συνθήκες της ελαιοσυλλογής διατηρούνται αναλλοίωτες, χειρωνακτικές, οι εργασίες είναι δύσκολες, ο κόπος τεράστιος, το κόστος υψηλό, αφού ο ορεινός και ημιορεινός χαρακτήρας του ελαιώνα δεν επιτρέπει την βιομηχανοποιημένη εκμετάλλευσή του Αυτός ο ασημοπράσινος ελαιώνας που κρέμεται στις πεζούλες των βουνών, αναμειγνύεται με τα πεύκα και σβήνει στο κύμα του Αιγαίου, εξακολουθεί να παραμένει παρθένος, περήφανος, φιλικός, όποιος χωθεί μέσα του είναι σίγουρο ότι θα νιώθει βαθιά τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη: «Θάμπωσαν τα μάτια μου, καταμεσήμερο Ιουλίου, από τις άπειρες κοψιές μες στα κύματα που κι αν ακόμα δεν υπήρχαν οι ελαιώνες, τέτοια στιγμή θα τους είχα επινοήσει» [Πηγές: Θανάση Παρασκευαΐδη, «Τα λιόδεντρα και οι ξωμάχοι στη Λέσβο», Έκδοση Δήμου Μυτιλήνης]    

Λέσβος, η ελιά, το λάδι 3

Χημική προσωπικότητα και συμπεριφορά λεσβιακού ελαιολάδου. Το παρθένο ελαιόλαδο είναι μια φυσική λιπαρή ύλη με σύνθεση πολύπλοκη, αποτέλεσμα αποκλειστικό της φροντίδας της μεσογειακής φύσης. Ο τρόπος παραγωγής του, μετά από την έκθλιψη του ελαιοκάρπου και απλό διαχωρισμό του ελαιοπολτού, μας επιτρέπει να το χαρακτηρίσουμε σαν «χυμό ελιάς» που φέρει όλα εκείνα τα κληρονομικά χαρακτηριστικά του καρπού απ’ όπου προήλθε (γεύση, άρωμα, σύνθεση). Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελαιολάδου της Λέσβου έχουν και επίσημα αναγνωρισθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία το έχει κατοχυρώσει ως «Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης», ή επί το συντομότερο «Π.Γ.Ε.».Μελετώντας την σύνθεση του Π.Γ.Ε. Παρθένου Λεσβιακού Ελαιολάδου, οφείλουμε να κάνουμε την διάκριση των μακροσυστατικών (~99%) από τα μικροσυστατικά (~1%). Στα μακροσυστατικά περιλαμβάνονται τα λιπαρά οξέα, που με την μορφή τριγλυκεριδίων κυριαρχούν. Η σύνθεσή τους σχετίζεται κυρίως με τις ποικιλίες των ελιών που καλλιεργούνται στην Λέσβο, δηλαδή την κολοβή και αδραμυτινή και χαρακτηρίζουν το Λεσβιακό Παρθένο Ελαιόλαδο. Στα μικροσυστατικά περιλαμβάνονται: βιταμίνη Ε (α-τοκοφερόλη), φαινολικές και πολυφαινολικές ενώσεις (αρωματικές ουσίες με έντονη αντιοξειδωτική δράση), στερόλες, αλκοόλες, χρωστικές (καροτενοειδή, μικρή ποσότητα χλωροφύλλης), σκουαλένιο, κ.ά. Παράμετροι που προσδιορίζουν την ποιότητα του Παρθένου Λεσβιακού Ελαιολάδου είναι η οξύτητα (μικρότερη του 1,0% για το extra και μικρότερη του 2% για το «Παρθένο»), οι συντελεστές Κ270 και Κ232 (μικρότεροι αντίστοιχα του 0,20 και 2,50 αντίστοιχα), ο αριθμός υπεροξειδίων (μικρότερος του 20) και ο βαθμός οργανοληπτικής αξιολόγησης, ο οποίος κυμαίνεται συνήθως μεταξύ του 6,5 και 9. Εδώ, πρέπει να επισημανθεί ότι μέχρι σήμερα ουδέποτε ευρέθηκε δείγμα Λεσβιακού Παρθένου Ελαιολάδου, οπουδήποτε και αν εξετάστηκε, που να εκτρέπεται εξαιτίας των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων και αυτό αποτελεί ένα πρόσθετο δείκτη ποιότητας Καθοριστική βοήθεια στην πιστοποίηση της ποιότητας προσφέρει η χημική ανάλυση που οργανωμένα γίνεται από όλες τις μονάδες συσκευασίας και φυσικά από τις κρατικές υπηρεσίες ελέγχου. Η θερμιδική του ικανότητα είναι περίπου 9 cal/gr. Παρουσιάζει ανθεκτικότητα σε φαινόμενα οξείδωσης. Το γεγονός ότι το λάδι έχει κατάλληλη αναλογία και κορεσμένων και ακόρεστων οξέων το καθιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της μεσογειακής δίαιτας, της οποίας η αξία και η προσφορά στην αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών και κατ’ επέκταση στη μακροβιότητα του ανθρώπου έχει παγκόσμια αναγνωριστεί [Πηγές: Βασίλης Ζαμπούνης, «Το ελαιόλαδο της Λέσβου», Έκδοση Ελληνικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου]